17 Οκτωβρίου 2017

Να ζει κανείς; Γιά(τι) να μη ζει; Δεν το κατάλαβα

     Η πρώτη εντύπωση παίζει πάντοτε μεγάλο ρόλο αν επιδιώκεις να μπεις στο επίκεντρο της προσοχής. Ιδιαίτερα εάν σκοπεύεις να αναπτύξεις γραπτά μια σκέψη -όπου περιορίζεις αυτομάτως το μέγεθος του φιλοθεάμονος κοινού- η αρχική πρόταση πρέπει να προκαλεί έντονη περιέργεια ή τέρψη. Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα όταν θέλεις να αναπτύξεις ένα θέμα πάνω στο οποίο οι άνθρωποι δεν θέλουν να στοχάζονται, όπως αυτό που θα αναφερθεί προσεχώς. Ωστόσο, εάν έχεις γράψει ήδη τέσσερις περιόδους και έχεις καταφέρει να διατηρήσεις την προσοχή του αναγνώστη, δίχως ουσιαστικά να έχεις διατυπώσει τίποτα το ουσιώδες, τότε επιτρέπεται να προχωρήσεις στο θέμα ταμπού όπου στην προκειμένη ακούει στη λέξη αυτοκτονία.

     Είναι η αυτοκτονία ταμπού; και γιατί άραγε να συνεχίσω να διαβάζω αυτό το κακογραμμένο κείμενο -το οποίο παρεμπιπτόντως τοποθετεί την θεματική του περίοδο στην δεύτερη παράγραφο- εφόσον το ζήτημα της αυτοκτονίας δεν θα μου προξενήσει χαρά, παρά μόνο μελαγχολία; Στην πραγματικότητα μπορούμε να εκλάβουμε την δεύτερη ερώτηση ως απάντηση στην πρώτη. Τη σήμερον ημέρα, ο ορισμός του ταμπού περιλαμβάνει και μια ψυχολογική, εκτός από ηθική διάσταση. Με απλούστερα λόγια, δεν είναι ανάγκη ένα ζήτημα να είναι ηθικά προσβλητικό ώστε να πεθάνει πάνω στη γέννησή του κατά την διάρκεια μιας συζήτησης. Μπορεί να έχει την ίδια ακριβώς κατάληξη εάν εκλαμβάνεται ως δυνητικά επικίνδυνο για την διατήρηση της πνευματικής ησυχίας μας. Γιατί λοιπόν να διαταράξουμε αυτή τη ψυχική ισορροπία και να αφήσουμε το στυγνό ρεαλισμό να μαγαρίσει με άγχος την καθημερινότητα, που με τόσο κόπο άλλωστε διαμορφώσαμε; Η απάντησή μου είναι κατηγορηματική : διότι ο στοχασμός πάνω σε ζητήματα που είναι φαινομενικά αδιέξοδα και καταθλιπτικά μπορεί να οδηγήσει σε ένα ανώτερο επίπεδο αντίληψης και κατά συνέπεια να συνεισφέρει στη δημιουργία ενός ευρύτερου και πλουσιότερου εννοιολογικά οπτιμισμού. Για να το θέσουμε πιο απλά, στην διατύπωση "Μακάριοι οι φτωχοί τω πνεύματι" η απάντηση είναι : Ναι, μακάριοι, στο βαθμό όμως που είναι ικανοί να ορίσουν την μακαριότητα.

     Η βαθιά υπαρξιακή ανησυχία που προκαλεί το ζήτημα του "νοήματος της ζωής" και της αυτοκτονίας, μπορεί στην πραγματικότητα να οδηγήσει στην κατασκευή μιας πιο εκλεπτυσμένης αλλά και συνεκτικής θεώρησης της ζωής. Θα μπορούσαμε να πούμε επομένως ότι η διείσδυση στο άδυτο του παραλόγου μπορεί να δώσει στη ζωή μας άλλη διάσταση!

     Τι είναι ακριβώς σημαίνει το παράλογο; Το παράλογο(absurdity) είναι ένα δάνειο από τη θεωρία του υπαρξισμού που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τη συνειδητοποίηση ότι η ζωή μας δεν έχει κανένα απολύτως αντικειμενικό νόημα. Ακόμη περισσότερο, το παράλογο είναι η αντίφαση ανάμεσα στη συνειδητοποίηση αυτή και την πραγματικότητα, το γεγονός δηλαδή ότι συνεχίζουμε να υπάρχουμε -και να διαβάζουμε κείμενα αμφιβόλου ποιότητας- αν και δεν έχουμε λόγο να το κάνουμε. Δυστυχώς η έκταση του κειμένου αυτού δεν φτάνει για να αποδείξει την ανυπαρξία ενός αντικειμενικού νοήματος στη ζωή. Ακόμη περισσότερο, δεν θα έφταναν όλα τα συγγράμματα επιστήμης, όλα τα αδιαμφισβήτητα πορίσματα σχετικά με τον καταλυτικό ρόλο της τυχαιότητας, για κάποιον που αρνείται πεισματικά να απαγκιστρωθεί από έναν "αντικειμενικό" σκοπό. Ο σκοπός αυτός έχει κατά βάθος θρησκευτικό περιεχόμενο, ακόμη και αν ο εκφραστής του ισχυρίζεται το αντίθετο. Πίσω από την ιδέα ότι "κάτι" πρέπει να τελεστεί και ότι η ζωή μας πρέπει να προσαρμοστεί με τρόπο που να εξυπηρετεί αυτό το "κάτι" λανθάνει ένα ισχυρό θρησκευτικό υπόβαθρο. Ο όρος θρησκεία δεν περιορίζεται εδώ στα συμβατικά θρησκευτικά πιστεύω αλλά συμπεριλαμβάνει κάθε μορφή προσωπικής δογματικής πίστης. Η ιδέα ότι κάτι είναι επιβεβλημένο από μια ανώτερη δύναμη - είτε αυτή ορίζεται ως Θεός είτε όχι- και γι' αυτό ακριβώς πρέπει να πραγματωθεί, είναι ουσιαστικά μια προσπάθεια απόδοσης αντικειμενικού νοήματος στη ζωή. Είναι, επαναλαμβάνω, μια βαθιά θρησκευτική θεώρηση της ζωής. Η θρησκεία επομένως, με τον ευρύτερο όρο της, εκλαμβάνεται ως το μόνο στήριγμα μέσα στο χάος της αβεβαιότητας και συχνά οι άνθρωποι παραδέχονται εμμέσως πλην σαφώς ότι είναι η χρησιμότητα της θρησκείας ο κύριος λόγος για τον οποίο την ενστερνίζονται.

      Ας εικάσουμε ότι ορισμένοι από εσάς συνεχίζετε να διαβάζετε για τους δικούς σας προσωπικούς λόγους αυτό το ομολογουμένως περίεργο και κάπως μεταμοντέρνο στη δομή του κείμενο και ας προχωρήσουμε επιτέλους στο (δεύτερο!) κύριο θέμα του. Ας υποθέσουμε επίσης ότι αποδέχεστε, ή  τουλάχιστον αναγνωρίζετε την πιθανότητα ότι η ζωή που ζείτε στερείται αντικειμενικού νοήματος. Γιατί συνεχίζετε να ζείτε; Κι άντε καλά εσείς μπορεί να έχετε τους λόγου σας, γιατί όμως ο συγγραφέας συνεχίζει να ζει;

     Αυτό που προικίζει με νόημα τη ζωή, είναι ουσιαστικά η συνειδητοποίηση της ανθρώπινης ελευθερίας. Η ελευθερία αυτή απορρέει με τη σειρά της από τη συνειδητοποίηση της ανυπαρξίας ενός αντικειμενικού σκοπού. Εάν πράγματι υπήρχε ένας αντικειμενικός σκοπός που έπρεπε να επιτελέσουμε, τότε θα ήμασταν σκλάβοι αυτού του σκοπού. Δεν θα υπήρχε περιθώριο απειθαρχίας. Η ζωή τότε γίνεται μονότονη, διότι η ενόρμηση για προσωπική δημιουργία καταπνίγεται κάτω απ' την υποχρέωση πραγματοποίησης μίας επιταγής. Η ευλογία του ανθρώπου, είναι ότι έχει τη δυνατότητα να θέσει τους προσωπικούς του στόχους, να κατασκευάσει τα προσωπικά του σχέδια. Ακόμη και αν η ελευθερία αυτή περιορίζεται εν μέρει λόγω των υποσυνείδητων σκέψεων που ρυθμίζουν σε υπολογίσιμο βαθμό τη συμπεριφορά, έχουμε πάλι έναν αξιοσημείωτο βαθμό ευελιξίας. Έχουμε τη δυνατότητα να στοχαστούμε πάνω στις συμπεριφορές μας, να βγάλουμε συμπεράσματα για εμάς παρατηρώντας τες και τέλος να τις μεταβάλλουμε. Επιπλέον, δεδομένου ότι η θεωρητική ύπαρξη ενός επιβεβλημένου σκοπού θα προκαλούσε -σε άλλη ίσως περίπτωση- ένα αίσθημα πληρότητας και ικανοποίησης, η εκπλήρωση αυτού του σκοπού θα ήταν στην πραγματικότητα ανεπιθύμητη. Πράγματι, λαμβάνοντας υπόψην ότι κάθε σκοπός έχει ένα τέλος (όπως αυτό όμορφα αντικατοπτρίζεται στην αρχαιοελληνική έννοια του "τέλους"), τι θα μας ωθούσε στην εκπλήρωση αυτού του σκοπού, εφόσον η ικανοποίηση που απορρέει από την υπηρέτησή του, έπαυε να υπάρχει;

     Ευτυχώς ο άνθρωπος έχει μια ασίγαστη επιθυμία για εξερεύνηση και πειραματισμό. Η ανθρώπινη απληστία, παρά τις καταστροφικές συνέπειες στις οποίες μπορεί να οδηγήσει πολλές φορές, είναι και αυτή κομμάτι της ευλογίας που μας έχει δοθεί από τη φύση. Ο άνθρωπος δεν επαναπαύεται με την επίτευξη ενός στόχου. Παρά την απερίγραπτη αίσθηση ολοκλήρωσης που χαρακτηρίζει μια στιγμή μεγάλης επιτυχίας, ο οργανισμός αργά ή γρήγορα επανέρχεται στην αρχική κατάσταση ισορροπίας και έπειτα ακολουθεί το κυνήγι κάποιου νέου στόχου. Η επίγνωση της έλλειψης αντικειμενικότητας ενός στόχου δε μετριάζει το πάθος της επιδίωξης. Αντιθέτως, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, χαρίζει στον άνθρωπο ένα αίσθημα ελευθερίας και εντείνει την ζωτικότητα αυτής της επιδίωξης. Θα μπορούσε κάποιος να αντιπαραβάλει ότι ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να θέτει συνεχείς στόχους και άρα είναι δέσμιος της ανάγκης του για δημιουργία και εξερεύνηση. Από μια ανθρώπινη σκοπιά όμως το επιχείρημα αυτό χάνει τη δύναμή του, καθώς το άτομο αναπτύσσεται και επωφελείται μέσα από την διαδικασία της επιδίωξης των στόχων του. Παράλληλα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι αρκετά ευέλικτο ώστε να εκφράσει την ανάγκη του για δημιουργία με διαφορετικούς τρόπους. Η ανάγκη λοιπόν σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως ένα αέναο κίνητρο με αναρίθμητες δυνατότητες έκφρασης, δίχως να χαρακτηρίζεται από μια συγκεκριμένη και αυστηρά ορισμένη σειρά ενεργειών.

     Ο Αλμπέρ Καμύ, στην προσπάθειά του να περιγράψει τον επαναστατημένο άνθρωπο που παρά τη συνειδητοποίηση του παραλόγου συνεχίζει να ζει και να αγωνίζεται, έκανε μνεία στο μύθο του Σισύφου. Η ζωή χαρακτηρίζεται από αμέτρητες δυσκολίες και εμείς πράγματι, καλούμαστε να βάλουμε κάπως τάξη σε αυτό το χάος, να βρούμε το δικό μας πάτημα. Οι θεοί τιμώρησαν τον Σίσυφο επιβάλλοντας του να σπρώχνει αιώνια έναν βράχο ως την κορυφή ενός βουνού. Κάθε φορά που έφτανε στην κορυφή, ο βράχος ξανακυλούσε κάτω κι ο Σίσυφος έπρεπε από την αρχή να ξεκινήσει την κοπιαστική ανάβαση. Με βάση τη σκοπιά του -κάπως πετυχημένου πια για να φτάσατε ως εδώ- συγγραφέα*, ο βράχος αυτός είναι τα πάθη και οι κακουχίες που πολλές φορές μοιάζουν ανυπέρβλητες. Όμως υπάρχει μια στιγμή, μια μοναδική κάθε φορά στιγμή, όπου ο Σίσυφος φτάνει στην κορυφή και τότε για λίγο ο βράχος μένει ακίνητος κι εκείνος ατενίζει· ευτυχισμένος. Είναι η στιγμή όπου οι στόχοι μας πραγματώνονται, όπου έχουμε ξεπεράσει τα βάσανά μας και βιώνουμε την χαρά στην πιο αγνή μορφή της. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε αυτό που είπε ο Ηράκλειτος, ότι από τα αντίθετα γεννιέται η ωραιότερη αρμονία. Η στιγμή όπου ο Σίσυφος φτάνει στην κορυφή, το αίσθημα που προσφέρει, είναι η απάντηση στην ερώτηση γιατί συνεχίζει κάποιος να ζει και οι προκλήσεις της ζωής είναι μέρος αυτής της απάντησης. Ας μην ξεχνάμε ότι το αίσθημα αυτό είναι μια εξαιρετικά πολύπλοκη σύνθεση μιας σειράς γνωστικών εκτιμήσεων, μνήμης και συναισθημάτων και για το λόγο αυτό δεν θα μπορέσει ποτέ να αναπαραχθεί με την χρήση κάποιου χημικού παρασκευάσματος.

     Θα ήταν όμως άδικο να εξαιρέσουμε όλες εκείνες τις μικρές χαρές που τροφοδοτούν κι αυτές με νόημα τη ζωή. Κατά κάποιο τρόπο, κάθε μια από αυτές μπορεί να θεωρηθεί εξίσου ως το τέλος μιας ακόμη ανάβασης, μια επιβεβαίωση από έναν συνάνθρωπο ή μια ατομική επιβράβευση για αυτό που επιχειρούμε να πετύχουμε ή απλούστατα για αυτό που είμαστε και έχουμε καταφέρει. Τέλος, θα ήθελα να σημειώσω ότι ολόκληρη η επιχειρηματολογία του γιατί ακόμη ζω ήταν μάλλον περιττή. Σε περίπτωση που η ερώτηση αυτή τίθεται όχι από λόγους περιέργειας αλλά από νιχιλιστική σκοπιά, υπονοώντας ότι πρέπει να βάλουμε τέλος στη ζωή μας, τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι αβάσιμη. Αβάσιμη διότι λαμβάνει ως δεδομένο ότι η ανυπαρξία ενός αντικειμενικού λόγου ύπαρξης συνεπάγεται την αυτοκτονία. Η αυτοκτονία μπορεί να είναι ένα λογικό αποτέλεσμα αυτής της συνειδητοποίησης για κάποιους που δεν κατάφεραν να αντικαταστήσουν τον χαμένο σκοπό με ένα νόημα, ωστόσο δεν είναι φυσικά το αποκλειστικό. Η ερώτηση του γιατί ζούμε, μπορεί να τεθεί από ερευνητική, στοχαστική σκοπιά και όχι από νιχιλιστική, καθώς απορρίπτεται από την ίδια την πραγματικότητα. Ακόμη και αν ισχυριζόμασταν ότι ο άνθρωπος συνεχίζει να ζει γιατί είναι παράλογο ον, τότε ποιος μας εγγυάται ότι η λογική αυτής της ερώτησης δεν είναι και αυτή παράλογη(μιας και έχει παραχθεί από άνθρωπο);
Εάν λοιπόν την επόμενη φορά κάποιος εξυπνάκιας σας ρωτήσει γιατί συνεχίζετε να ζείτε αφού η ζωή δεν έχει αντικειμενικό νόημα (την ίδια ώρα που το καθίκι αυτό συνεχίζει να ζει!) πείτε του απλά "έτσι!" Και αν επιπλέον σας απαντήσει ότι το έτσι δεν είναι λογικό επιχείρημα, στείλτε του αυτό το κείμενο μπας και κάνω καμιά αναδημοσίευση.

     Εύχομαι να συνεχίσετε να ζείτε και ν' αγκαλιάσουμε όλοι μαζί το παράλογο.

                                                                              Άγγελος Διδάχος
* Δεν μιλάμε για τον Καμύ αλλά για εμένα!
                         

1 σχόλιο :

Άιναφετς είπε...

Μα ναι! Γιατί ΕΤΣΙ μου αρέσει... και επίσης γιατί μου άρεσε και ο συλλογισμός σου! ;-)
Όλα καλά στα "ξένα";
Και θα είναι πάντα ακηλίδωτες οι καλημέρες, αν έτσι μου/μας αρέσει!!! :-D